- δεξιός
- -ά, -ό και δεξύς, -ιά, -ύ (ή δεξής, -ιά, -ί) και δεξός, -ά, -ό (AM δεξιός, -ά, -όν)Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής καρδιάς)2. (για δύο πρόσωπα, ομάδες, αντικείμενα, τόπους κ.λπ. που βρίσκονται αντιμέτωπα ή χωρίζονται με φυσική ή νοητή γραμμή) αυτός που βρίσκεται προς τα δεξιά τού θεατή («ο δεξιός ψάλτης, η δεξιά διμοιρία, το δεξί παράθυρο, η δεξιά όχθη»)3. φρ. «η δεξιά πτέρυγα», ή δεξιὰ πτέρυξ», «τὸ δεξιὸν κέρας» — εκείνο το τμήμα στρατού προς τα δεξιά τού παρατηρητή4. αίσιος, ευνοϊκός, ευοίωνος (α. «όλα τού ήρθαν δεξιά» β. «δεξιῷ φερόμενος πνεύματι» — με ευνοϊκό άνεμογ. «... δεξιὸν ἧκεν ἐρωδιόν...»)5. επιδέξιος, ικανός για κάτι6. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η δεξιάτο δεξί χέρι («ασπάζομαι την δεξιάν σας», «δεξιῆ ἠσπάζοντο»)7. (το ουδ. πληθ. με προθέσεις) φανερώνει μέρος ή κατεύθυνση προς το δεξί χέρι (α. «κλίνατ' ἐπὶ δεξιά» β. «πρὸς τὰ δεξιὰ μέρη στραφεὶς τῆς θύρας» γ. «ὁ χρυσέος ἐκέετο ἐπὶ δεξιὰ ἐσιόντι ἐς τὸν νηόν» — βρισκόταν προς τα δεξιά αυτού που έμπαινεδ. «δεξιὰ τῷ εἰσερχομένῷ»«ἐπὶ δεξιόφιν» — προς τα δεξιάνεοελλ.1. όποιος χαρακτηρίζεται από συντηρητικές πολιτικές ιδέες και δέχεται με επιφυλακτικότητα ριζικές πολιτικές ή πολιτειακές αλλαγές («δεξιός προσανατολισμός τής πολιτικής», «δεξιά παράταξη», «δεξιό πρόγραμμα»)2. αυτός που ανήκει στη δεξιά, στη συντηρητική πτέρυγα τής βουλής3. το αρσ. ως ουσ. ο δεξιόςοπαδός, μέλος ή ψηφοφόρος δεξιού, συντηρητικού κόμματος4. το θηλ. ως ουσ. η δεξιάη συντηρητική παράταξη5. το ουδ. ως ουσ. το δεξίτο δεξί χέρι6. φρ. «είμαι το δεξί του χέρι» — είμαι εντελώς απαραίτητος συνεργάτης τουαρχ.1. (για άνθρωπο) ευγενής, φιλόφρονας2. (για τόπο) κατάλληλος, πρόσφορος3. το θηλ. ως ουσ. φρ. α) «δεξιὰν διδόναι, προτείνειν, ἐμβάλλειν» — χαιρετῶβ) «δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες» — αφού επιβεβαίωσαν με χειραψία τη συμφωνία τουςγ) «δεξιὰς φέροντες παρὰ βασιλέως» — φέροντας τη διαβεβαίωση τού βασιλιά ότι...4. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ δεξιόνη δεξιά πτέρυγα τού στρατιωτικού σώματος, το δεξιόν κέραςβ) φρ. «δεξιὸν ποιεῑν» — το να κάνει κανείς κάτι έξυπνοεπίρρ. δεξιά (AM δεξιῶς)νεοελλ.1. προς τα δεξιά («στρίψε δεξιά»)2. κατά τρόπο ευνοϊκό, βολικά («όλα νά 'ρθουν δεξιά»)3. προς δεξιά, συντηρητική πολιτική κατεύθυνση («στράφηκε δεξιά») || αρχ.-μσν. με επιδεξιότητα, επιτήδεια, έξυπνααρχ.1. αίσια, με ευχάριστο τέλος2. ευγενικά, με φιλοφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < *δεξιFός (πρβλ. γαλατ. Dexsiva dea), πράγμα που πιστοποιείται από το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο dekisiwo = ΔεξιFός. Στη Γερμανική και την Κελτική απαντούν τύποι με επίθημα -wo- χωρίς -i-αρχ. ιρλ. dess, γοτθ. taihswa, αρχ. άνω γερμ. zeso, zesawer, που ανάγονται σε ΙΕ *deks-wo-, ενώ στην Ινδοϊρανική και Βαλτοσλαβική οι αντίστοιχοι τύποι παρουσιάζουν επίθημα σε -n-: αρχ. ινδ. daksina-, λιθ. dēšinas κ.ά. Η σχέση με το δέχομαι* είναι πιθανή, αλλά παραμένει αναπόδεικτη. Ο νεοελλ. τ. δεξύς σχηματίστηκε κατά τα βαρύς, πλατύς, φαρδύς κ.ά. (Η γραφή δεξής προϋποθέτει σχηματισμό κατά τα ονόματα σε -ής, πράγμα που δεν μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί). Ο τ. δεξός < δεξιός, με σίγηση τού ημιφωνικά προφερθέντος -ι-. Η λ. δεξιός (και μάλιστα δεξιά για την Ελληνική) όπως εξάλλου και αριστερός* καθώς και οι συνώνυμες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για το δεξί χέρι. Επειδή όμως το δεξί χέρι είναι συνήθως το πιο ικανό και επιτήδειο, η λ. δεξιός στην Ελληνική κατέληξε, συνεκδοχικά, να δηλώνει τον επιδέξιο ή ικανό σε κάτι. Το δεξιός, εξάλλου, από τους ομηρικούς ήδη χρόνους σήμαινε «αίσιος, ευοίωνος», πράγμα που προήλθε από την οιωνοσκοπία, στην οποία θεωρούνταν ευνοϊκός οιωνός το πέταγμα τών πουλιών προς τα δεξιά (βλ. και λ. αριστερός). Τέλος, ως πολιτικός όρος η λ. δηλώνει τον οπαδό τής δεξιάς παρατάξεως, η οποία έλαβε αυτήν την ονομασία το 1791 από τις πρώτες συνελεύσεις μετά τη Γαλλική Επανάσταση, στις οποίες οι οπαδοί τού βασιλικού καθεστώτος κατέλαβαν την δεξιά πτέρυγα τής συνελεύσεως και οι αντίθετοι την αριστερή. Από τότε η συνήθεια αυτή επικράτησε σχεδόν σε κάθε Βουλή.ΠΑΡ. δεξιότητα (AM -της), δεξιούμαιαρχ.δεξιόφιναρχ.-μσν.δεξιάζω, δεξιόθεννεοελλ.δεξιάθε, δεξιοσύνη.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δεξιοστάτης, δεξιότοιχοςαρχ.δεξιόγυιος, δεξιοκοιτώ, δεξιόπηρος, δεξιοφανής, δεξιόχειρος, δεξιώνυμοςαρχ.-μσν.δεξιολάβοςμσν.δεξιοκάθεδρος, δεξιοκοπώ, δεξιολαβής, δεξιόστροφονεοελλ.δεξιόκωπος, δεξιόπλοκος, δεξιόποδες, δεξιόσειρος, δεξιόστροφος, δεξιοτέχνης, δεξιόχειρ]·
Dictionary of Greek. 2013.